στρεπτοκοκκίαση

στρεπτοκοκκίαση
η, Ν
ιατρ. νόσος οφειλόμενη σε λοίμωξη από στρεπτόκοκκο, είτε τοπική, όπως στις περιπτώσεις πυοδερμίας, εντερίτιδας, χολοκυστίτιδας, φαρυγγίτιδας και μέσης ωτίτιδας, είτε γενική, όπως στις περιπτώσεις οστρακιάς, επιλόχειου πυρετού κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. streptococcie (< στρεπτόκοκκος* + -ίαση*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρεπτοκοκκίαση — η λοίμωξη που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”